λασανίτης

λασανίτης
λασανίτης, ὁ (Α)
αυτός που φέρει λάσανα, δηλ. έδρες για αποπάτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσανον + κατάλ. -ίτης (πρβλ. θραν-ίτης, σκην-ίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δίφρος — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού άρματος όπου κάθονταν ο αρματηλάτης και ο πολεμιστής. Αργότερα, ονομάστηκε δ. το ίδιο το άρμα ή η άμαξα. Στους ηρωικούς χρόνους η δ. ήταν εξάρτημα του πολεμικού άρματος, όπου κάθονταν ο ηνίοχος και ο παραβάτης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”